- καβουρμάς
- ο «кавурма» (поджаренное мясо, залитое салом)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καβουρμάς — ο 1. καβουρντισμένο κρέας που διατηρείται μέσα στο λίπος του για μελλοντική χρήση 2. τηγανισμένο κρέας με βούτυρο και κρεμύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavurma] … Dictionary of Greek
καβουρμάς — ο (λ. τουρκ.) 1. κρέας καβουρντιστό με βούτυρο και κρεμμύδι. 2. κρέας ξεροψημένο που συντηρείται μέσα στο λίπος του για μελλοντική χρήση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)